-
1 περιττά
περισσόςbeyond the regular number: neut nom /voc /acc pl (attic)περιττά̱, περισσόςbeyond the regular number: fem nom /voc /acc dual (attic)περιττά̱, περισσόςbeyond the regular number: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 περιττάς
περιττά̱ς, περισσόςbeyond the regular number: fem acc pl (attic) -
3 περισσός
περισσός, att. -ττός (περί, πέριξ), über die Zahl, das Maaß, dah. übergroß, reichlich; περισσὰ δῶρα, überschwängliche Gaben, Hes. Th. 399; στάϑμας τινὸς περισσᾶς, Pind. P. 2, 91; u. adverbial, βάρυνϑεν περισσά, N. 7, 43; ξόανον, gewaltig groß, Ep. ad. 127 (IX, 601); – gew. mit tadelndem Nebenbegriffe, mehr als man braucht oder gut ist, überflüssig, unnütz; μόχϑος, Aesch. Prom. 383; αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί, Spt. 1034; πρὸς τὸ ἄχος εἶ περισσά, Soph. El. 152, erkl. der Schol. ἄμετρος ἐν τῷ ϑρηνεῖν, übermäßig im Trauern; mit ἀνόνητος vrbdn, Ai. 745; περισσὰ δρᾶν, Tr. 614, wie sonst πολυπραγμονεῖν, vgl. Ant. 68; πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, 776; περισσὸν οὐδὲν πέπ ονϑας, Eur. Hipp. 437; auch περισσὰ φωνεῖν, Suppl. 459 (vgl. Valck. diatr. 68); u. adverbial, τῇ περίσσ' εὐκαρδίῳ, Hec. 579, wie λαβοῠσαν ἄγραν τάνδε περισσὰν περισσῶς, Bacch. 1195; in Prosa: τούτους καὶ ἄλλα μηχανᾶσϑαι περισσά, καὶ δὴ καί –, Her. 2, 32; auch περισσότερον τῶν ἄλλων ϑάψαι τὴν ϑυγατέρα, prunkvoller, 2, 129; ἡ περιττὴ ἐπιμέλεια τοῠ σώματος, Plat. Rep. III, 407 b; ἐκ περιττοῠ, überflüssig, unnöthig, z. B. γίγνεσϑαι, Soph. 265 e, vgl. Prot. 338 b; περιττότερον, mehr, anders; vgl. οὐδὲν περιττότερον καταδεδαρϑηκὼς ἀνέστην μετὰ Σωκράτους ἢ εἰ μετὰ πατρὸς καϑηῠδον, Conv. 219 c; περιττότερον τῶν αλλων ἤσκησα, Isocr. 3, 44; der auch verbindet τὰ περιττὰ τῶν ἔργων καὶ τερατώδη καὶ μηδὲν ὠφελοῠντα τοὺς ἄλλους, 12, 77; ὁ π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσϑένης, Aesch. 1, 119; auch subtil, καὶ ἀκριβής, Arist. top. 6, 4; οὐδὲν περιττότερον ἤπερ, Pol. 31, 6, 7; περιττὰ τῶν ἀρκούντων, mehr als hinreichend, Xen. Cyr. 8, 2, 21; περιττῷ κυκλοῠσϑαι, durch die Ueberzahl umzingeln, 6, 3, 20, vgl. An. 4, 8, 11, öfter. Bei Sp. auch im guten Sinne, dem Gemeinen, Gewöhnlichen entgegengesetzt. – Bei Zahlenbestimmungen = ungrade, Ggstz ἄρτιος, Plat. Prot. 356 e Polit. 282 c u. öfter. Sonst drückt es auch bei einer bestimmten Zahl ein bloßes Darüber oder Mehr aus, εἴκοσι περιττά, zwanzig und mehr.
-
4 περισσός
περισσός, [dialect] Att. [full] περιττός, ή, όν, (from περί, as ἔπισσαι from ἐπί, μέτασσαι from μετά)A beyond the regular number or size, prodigious, (never in Hom.);μος Trag.Adesp.458.3
; στάθμα, dub.sens., v. ἕλκω B. 3.2 out of the common, extraordinary, strange, ἔ τι περισσὸν εἰδείη if he has any signal knowledge, Thgn.769; εἴ τι φρονεῖς καί τι περισσὸν ἔχεις Philisc.( PLG2.327);π. λόγος S.OT 841
; (lyr.); (lyr.);βίος οὐδὲν ἔχων π. ἀλλὰ πάντα σμικρά Antipho Soph.51
;οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας E.Hipp. 437
;περισσότερα παθήματα Antipho 3.4.5
;τὰ π. τῶν ἔργων καὶ τερατώδη Isoc.12.77
; ἴδια καὶ π. Id.15.145 ;π. καὶ θαυμαστά Arist.EN 1141b6
; πρᾶξις π. Id.Pol. 1312a27 ;οὐθὲν δὴ λέγοντες π. φαίνονταί τι λέγειν Id.Metaph. 1053b3
; τί π. ποιεῖτε; Ev.Matt.5.47;περιττοτάτη φύσις Arist.HA 531a9
; συνανθρωπίζον.. πάντων περισσότατον, of the dog, Ath.13.611c, cf. Clearch.24 ; in Literature, striking, τὸ περιττόν, as a quality of οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, Arist.Pol. 1265a11; τὰ σοφὰ καὶ τὰ π. refinements, Epicur.Fr. 409 ; opp. κοινὸς καὶ δημώδης, Longin.40.2 (but also, elaborate,π. καὶ πεποιημένος Id.3.4
; in bad sense, far-fetched, D.H.Pomp.2, Dem.56).3 of persons, extraordinary, remarkable, esp. for great learning,π. ὢν ἀνήρ E.Hipp. 948
;τοὺς.. π. καί τι πράσσοντας πλέον Id.Fr. 788
; δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Arist.Metaph. 983a2 ;π. γένος τῶν μελιττῶν Id.GA 760a4
: freq. with the manner added,π. κατὰ φιλοσοφίαν Id.Pr. 953a10
; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος somewhat extravagant or eccentric, Id.Pol. 1267 b24; τῇ φύσει π. Id.HA 622b6;κάλλει Plu.Demetr.2
;ἐν ἅπασι Id.Dem. 3
;τὴν ὥραν Alciphr.1.12
: c. inf., D.H.Comp.18.4 c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in.., S.El. 155; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, AP6.321 (Leon.Alex.); one greater than..,Ev.Matt.11.9
.II more than sufficient, superfluous,αἱ π. δαπάναι X.Mem.3.6.6
; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Id.An.7.6.31; οἱ μὲν.. περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα .. Id.Oec.20.1 : c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Id.Cyr. 8.2.21;τὰ π. τῶν ἱκανῶν Id.Hier.1.19
: freq. in military sense, οἱ π. ἱππεῖς the reserve horse, Id.Eq.Mag.8.14; οἱ π. τῆς φυλακῆς ib.7.7; π. σκηναί spare tents, Id.Cyr.4.6.12 (but τοῖς περιττοῖς χρήσεσθαι their superior numbers, Id.An.4.8.11, cf. Cyr.6.3.20); τὸ π. the surplus, residue, Inscr. ap. eund.An.5.3.13 (but τὸ π. τοῦ Ἰουδαίου the advantage of the Jew, Ep.Rom.3.1); Ἁρπυιῶν τὰ π. their leavings, AP11.239 (Lucill.); τὸ π. τῆς ἡμέρας the remainder of the day, X.Eph.1.3; π. γράμματα supplementary provisions in a will, BGU 326ii9 (ii A.D.).2 in bad sense, superfluous, useless, οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Emp.13 ; μόχθος π. A.Pr. 385, cf. S.Ant. 780;π. κἀνόνητα σώματα Id.Aj. 758
;βάρος π. γῆς ἀναστρωφώμενοι Id.Fr. 945
; (lyr.);τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ' ἔπη Id.Fr.82
; ;π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι E.Med. 819
;π. φωνῶν Id.Supp. 459
.3 excessive, extravagant, μηχανᾶσθαι περισσά commit extravagances, Hdt.2.32 ; περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, to be over-busy, S.Tr. 617, Ant.68; π. φρονεῖν to be over-wise, E.Fr. 924 (anap.);ἡ π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Pl.R. 407b
; μῆκος πολὺ λόγων π. Id.Lg. 645c; redundant, overdone,οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Id.Ax. 365c
, etc.; of dress, ἐσθὴς π. Plu.2.615d;περισσοτέρα λύπη 2 Ep.Cor.2.7
; τοῦ τὰ δέοντ' ἔχειν περιττὰ μισῶ I hate extravagance in comparison with moderation, Alex.254, etc.4 of persons, over-wise, over-curious,περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα E.Hipp. 445
, cf.Ba. 429(lyr.); ὁ πολυπράγμων καὶ π. Plb.9.1.4; τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plu.Cic.8; so, of speakers,π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Aeschin.1.119
.5 as a term of praise, subtle, acute,ἀκριβὴς καὶ π. διάνοια Arist.Top. 141b13
.III Arith., ἀριθμὸς π. an odd, uneven number, opp. ἄρτιος, Epich.170.7, Philol.5, Pl.Prt. 356e, etc.;π. ἡμέραι Hp.Aph. 4.61
; τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον the nature of odd and even, Pl.Grg. 451c, etc.; π. χῶραι the odd places in a verse, Heph.5.1 ; ἀρτιάκις π. ἀριθμός a number divisible by an odd number an even number of times, as 2, 6, 10, Euc.7 Def.9.IV περισσότεροι more in number, extra, Carnead. ap. S.E.M.9.140.V περιττόν, τό, = στρύχνος μανικός, θρύον 11, Thphr.HP9.11.6;περισσόν Dsc.4.73
;περίσκον Orib.12.8.56
.B Adv. περισσῶς extraordinarily, exceedingly,θεοσεβέεες π. ἐόντες Hdt.2.37
; ἐπαινέσεται π. E.Ba. 1197 (lyr.); π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι to have them educated overmuch, Id.Med. 295; περιττοτέρως τῶν ἄλλων far above all others, Isoc.3.44;περισσότερον τοῦ ἑνός Luc. Pr.Im.14
; alsoπερισσά Pi.N.7.43
, E.Hec. 579, etc.2 remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.2.129 ;οἴκησις π. ἐσκευασμένη Plb.1.29.7
; περιττότατα ἔχειν to be most remarkable, Arist.HA 589a31 ;κοσμουμένη π. καὶ σεμνῶς Plu.2.145e
; περισσότατα ἀνθρώπων θρησκεύειν in the most singular way, D.C.37.17; ἡδέως καὶ π. in an uncommon manner, D.H.Comp.3; εἰπεῖν στρογγύλως καὶ π. Id.Is.20 ; ἰδίως καὶ π. Plu.Thes.19 ; τὰ καινῶς ἱστορούμενα καὶ π. Id.2.30d.4 with a neg., οὐδὲν περισσὸν τούτων nothing more than or beyond these, Antipho 3.4.6 ; ; οὐδὲν π. ἢ εἰ .. no otherwise than if.., Id.Smp. 219c; περισσόν alone, furthermore, LXX Ec.12.12,al.II ἐκ περιττοῦ superfluously, uselessly, Pl.Prt. 338c, Sph. 265e ; but ὑπερέχειν ἐκ π. to be far superior, Id.Lg. 734d, cf. 802d ; ἡ κάμινος ἐκαύθη ἐκ π. Thd.Da.3.22;ἐκ π. χρησάμενος τῇ παρρησίᾳ Luc.
Pro Merc.Cond.13; cf. ὑπερεκπερισσοῦ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσός
-
5 περισσός
περισσός, über die Zahl, das Maß, dah. übergroß, reichlich; περισσὰ δῶρα, überschwängliche Gaben; ξόανον, gewaltig groß; gew. mit tadelndem Nebenbegriffe: mehr als man braucht oder gut ist, überflüssig, unnütz; πρὸς τὸ ἄχος εἶ περισσά, übermäßig im Trauern; ἐκ περιττοῠ, überflüssig, unnötig; περιττότερον, mehr, anders; περιττὰ τῶν ἀρκούντων, mehr als hinreichend; περιττῷ κυκλοῠσϑαι, durch die Überzahl umzingeln; im guten Sinne: dem Gemeinen, Gewöhnlichen entgegengesetzt. Bei Zahlenbestimmungen = ungrade. Sonst drückt es auch bei einer bestimmten Zahl ein bloßes Darüber oder Mehr aus, εἴκοσι περιττά, zwanzig und mehr -
6 περί-νεως
περί-νεως, ὁ, der auf dem Schiffe Ueberzählige, der keine Dienste thut auf dem Schiffe, der bloße Passagier; περίνεως πολλοὺς συμπλεῖν, den πρόςκωποι entgeggstzt, Thuc. 1, 10; dem ναύτης entggstzt, Ael. H. A. 2, 15; vgl. Poll. 1, 95. – Ader auch adj., wie Phot. erkl. ὁ δεύτερος ἱστὸς καὶ πάντα τὰ περιττὰ τῆς νεὼς σκεύη; u. so kommt in den Inscr. (Att. Seew.) αἱ περίνεῳ, sc. κῶπαι, vor.
-
7 ἀρκέω
ἀρκέω, fut. ἀρκέσω, att. ἀρκῶ, aor. ἤρκεσα, perfpass. ἤρκεσμαι; vgl. Buttm. Lex. I, 4; mit ἀρήγω zusammenhängend; viell. aus' ἈΛΚΕὨ entst., vgl. ἄλγος ἀργαλέος; eigtl.: tüchtig, stark sein; Plat. Theaet. 174 a ταυτὸν ἀρκεῖ σκῶμμα ἐπὶ πάντας –, es wirkt, trifft. – Bei Hom. nur wenige Formen: ἤρκει Iliad. 13, 440, ἀρκέσει Iliad. 21, 131 Od. 16, 261, ἤρκεσε Iliad. 6, 16. 13, 371. 397. 15, 529. 534. 20, 289 Od. 4, 292. – 1) abwehren, abhalten, τινί τι, z. B. οἷ λυγρὸν ὄλεϑρον Il. 6, 16; κῆρας μελάϑροις Eur. El. 1300; πατρίδι δόυλοσύνην Simonid. 36 (VII, 257); ὅς οἱ ἀπὸ χροὸς ἤρκει ὄλεϑρον Iliad. 13, 440; ὅς οἱ παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκεσ' ὄλεϑρον 15, 534; ἀρκεῖν τὸ μὴ οὐ ϑανεῖν, hindern, daß Einer umkomme, Soph. Ai. 727; der bloße acc. dabei Ai. 531. – 2) beistehen, helfen, nützen; τινί, Il. 21, 131 Od. 16, 261; φίλοις Soph. El. 314 Ai. 811; παισίν Eur. Hec. 1164 u. öfter; ῥόδον – νοσοῦσιν Anacr. 54, 5; ohne Zusatz, schützen, οὐδ' ἤρκεσε ϑώρηξ Il. 13, 371; πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε ϑώρηξ 15, 529; οὐδὲν γὰρ ἤρκει τόξα Aesch. Pers. 270; vgl. Soph. Ai. 587; eigenthümlich 434 οὐδ' ἔργα μείω χειρὸς ἀρκέσας ἐμῆς, Schol. δείξας, βοήϑησας, d. i. ausrichten, vollbringen; οὐδ' οἱ ἰατροὶ ἤρκουν – ϑεραπεύοντες Thuc. 2, 47; ὅτ' οὐκέτ' ἀρκεῖ, da es nichts mehr hilft, Soph. Tr. 711. – 3) stark, vermögend sein, ausrei chen, σαφηνίσαι Aesch. Prom. 624; ἀρκέσω ϑνήσκουσα, es wird genug sein, daß ich sterbe, Soph. Ant. 543; vgl. O. C. 499; Ai. 76 ἐνδὸν ἀρκείτω μένων; ἀρκέσω ἐγὼ λέγων Eur. Or. 1592; vgl. Hel. 1290. Gew. impers. ἀρκεῖ, es genügt, reicht hin, Pind. Ol. 9, 3; Aesch. Spt. 239; ἀρκείτω βίος Ag. 1287; ἐμοὶ ἀρκεῖ τοῠτον μένειν Soph. Ai. 80; ταῠτά τοι οὐκ ἤρκεσε Her. 2, 115; vgl. Xen. Cyr. 4, 5, 44 οὔτε ἀρκέσω πράττων τι; ἀλλ' ἀρκεῖ καὶ τοῦτο Plat. Gorg. 498 a; öfter auch Folgde; πῶς ἡ πόλις ἀρκέσει ἐπὶ τοσαύτην παρασκευήν Plat. Rep. II, 369 d; ἀρκέσει αὐτῷ βίος οὕτω μέτριος V, 466 b; vgl. βίος ἀρκέων ὑπῆν Her. 1, 31; πρός τι Xen. An. 2, 6, 15; εἴς τι Mem. 3, 3, 10; ἀρκεῖ, ἢν παραγγείλῃ Xen. Cyr. 8, 1, 14; ὅσοις σώζεσϑαι ἤρκει δι' ὑμᾶς, sie ließen es sich gefallen, An. 5, 8, 13. – Part. ἀρκῶν, hinreichend; τὰ ἀρκοῠντα ἔχειν, sein Auskommen haben, Xen. Mem. 1, 2, 1; τῶν ἀρκούντων περιττὰ κτᾶσϑαι, mehr haben als man braucht, Cyr. 8, 2, 21; εὐωχία ἀρκοῦσα, reichlich, An. 6, 1, 5. – Pass., womit zufrieden sein, sich mit etwas begnügen, τινί, 9, 32; Plat. Ax. 369 e; οὐκ ἀρκεσϑεὶς τούτοις Pol. 13, 2, 4; ἀρκοῦμαι πεποιηκέναι ταῦτα 1, 20, 1; ἀρκεσϑήσομαι τοῖς ῥηϑεῖσι D. Sic. 3, 11; M. Ant. 1, 16; Leon. Al. 21 (VI, 329).
-
8 απαλλασσω
атт. ἀπαλλάττω1) удалять, изгонять(τινὰ ἐκ τῆς χώρας Thuc.)
— отстранять, отгонять (φρενῶν ἔρωτα Eur.);med.-pass. — удаляться, уходить, уезжать (ἐκ χώρης, ἐς Πελοπόννησον Her.; πρὸς χώραν Plat.; παρά τινος Aeschin.; ἐπὴ τέν αὑτοῦ σκηνήν Polyb.; τῆς πόλεως Plut.):γῆς ἀπαλλάττεσθαι πόδα Eur. — уходить из страны;πολλὸν ἀπαλλαγμένος τινός Her. — сильно отличающийся от кого-л.;κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπαλλαχθῆναι Thuc. — быть близким к здравому суждению2) отдалять, отводитьἀ. γῆς πρόσωπον Eur. — поднимать лицо от земли;
ἀ. σφαγῆς τινος χεῖρα Eur. — воздерживаться от убийства кого-л.3) откладывать в сторону(τὰ περιττὰ τῶν σκευῶν Xen.)
4) устранять, исключать5) освобождать, избавлять(τινὰ πόνων Aesch.; τέν πόλιν πολέμων καὴ κακῶν Plut.)
; med.-pass. освобождаться, избавляться(δουλουσύνης Her.; αἰσχύνης Thuc.; φόβου Xen.; τῆς ἀπορίας καὴ τῆς διαφορᾶς Plut.)
ἀπαλλάττεσθαι πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Plat. — прекращать взаимные обвинения6) исцелять(τινὰ τῆς ἀτεκνίας Plut.)
7) отпускать, отсылать(τοὺς πρέσβεις Thuc.; τὰς φρουράς Plut.)
8) выпускать(τὸν χρυσὸν χερός Eur.)
9) увольнять, смещать(τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
10) разводить(γυναῖκας ἀνδρῶν Plut.)
; med.-pass. разводиться(λέχους Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀνδρός и ἀπὸ γυναικός Plat.; ἀπαλλαγεὴς τῆς γυναικός Plut.)
11) переставать, прекращать, кончать(τὸν λόγον Eur.)
; pass. прекращаться, кончаться(τῆς νόσου ἀπαλλαγέντος Soph.)
12) pass. воздерживаться(μακρῶν λόγων Soph.)
ἀπαλλαχθεὴς ἄπει Soph. — кончай и уходи;εἰπὼν ἀπαλλάγηθι Plat. — скажи раз навсегда;τοῦτο μὲν δέ ἀπήλλακται Plat. — с этим, стало быть, покончено;ἀπιέναι καὴ ἀ. юр. Dem. (об — истце или кредиторе) объявлять себя удовлетворенным;13) приканчивать, умерщвлять(ἥ τοῦ φαρμάκου δύναμις ἀπήλλαξέ τινα Plut.)
ἀ. ἑαυτόν Plut. и ἀ. ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν Polyb. — кончать самоубийством;med.-pass. — погибать, умирать (παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἀπηλλάγησαν Thuc.):κείνου ἀπηλλαχθέντος Eur. — когда он умер14) производить окончательный расчет, полностью удовлетворять(τοὺς χρηστάς Isae., Dem.; τοὺς δανείσαντας Dem.)
15) возвращаться(ἀπὸ Κλαζομενῶν Her.)
πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ; Xen. — как прошло у него это путешествие?16) кончаться, оканчиватьсяοὕτως ἀπήλλαξε ὅ στόλος Her. — так закончился поход;
ἀπαλλάξαι καλῶς Polyb. — окончиться благополучно;ἀ. βίου Eur. — умирать;χαίροντα ἀ. Her. — оставаться безнаказанным -
9 αρκεω
1) удерживать, отражать, отклонять(ὄλεθρον τινι ἀπὸ χροός Hom.; κῆρας μελάθροις Eur.)
ἀρκῆσαι τὸ μέ οὐ θανεῖν Soph. — помешать (чьей-л.) смерти2) оказывать помощь, приносить пользу, защищать(τινι Hom., Anacr., Trag.)
ὅτ΄ οὐκέτ΄ ἀρκεῖ Soph. — когда уже помочь нельзя;οὐκ ἤρκουν θεραπεύοντες Thuc. — они не помогали своим лечением3) противостоять, выдерживать, держаться(ἐπὴ πλεῖστον Thuc., Xen.; τινι ὡπλισμένῳ Soph.: πρὸς τοὺς πολεμίους Thuc.)
οὐκέτ΄ ἀρκῶ Soph. — я больше не могу4) быть достаточным, хватать(τινι Trag., Her., Plut.; εἴς и πρός τι Xen.)
τοσοῦτον ἀρκῶ σοι σαφηνίσας Aesch. — я сказал тебе это достаточно ясно:βίος ἀρκέων Her. — достаточные средства к жизни;τῶν ἀρκούντων περιττὰ κτᾶσθαι Xen. — иметь больше, чем нужно;ἀ. ἐπὴ τοσαύτην παρασκευήν Plat. — быть в состоянии все это доставить5) pass. довольствоваться, удовлетворяться(τινι Xen., Plat., Polyb., Diod., Anth.)
Θηβαῖοι τούτοις ἠρκέσθησαν Plut. — фиванцы этим удовольствовались -
10 περισσα
-
11 περισσος
атт. περιττός 31) чрезвычайный, небывалый(δῶρα Hes.)
περισσὰ μηχανᾶσθαι Her. — творить странные дела;περισσὰ πράσσειν Soph. — делать непосильное;ἐκ περισσοῦ NT. — чрезвычайно;μᾶλλον περισσότερον NT. — еще более2) особенный, замечательный, необыкновенный(λόγος Soph.; ἄγρα, πάθος Eur.)
π. ὢν ἀνήρ Eur. — будучи необыкновенным человеком;κάλλει προσώπου θαυμαστὸς καὴ π. Plut. — замечательно красивый лицом3) превосходящий, высшийπ. τινος πρός τι Soph. — превосходящий кого-л. в чем-л;
λήψεσθαι περισσότερον χρῖμα NT. — получить более суровый приговор4) имеющийся в избытке, чрезмерный(αἱ δαπάναι Xen.)
περιττόν τι ἔχειν Xen. — иметь что-л. в избытке;ἥ περιττέ ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Plat. — чрезмерная забота о (своем) теле;τῶν ἀρκούντων περιττά Xen. — больше, чем достаточно;οἱ περισσοὴ ἱππεῖς Xen. — резерв конницы;τοῖς περιττοῖς χρήσασθαι Xen. — использовать избыток людей5) лишний, бесполезный, ненужный(πόνος Soph.)
περισσὰ κηρύσσειν τινί Aesch. — давать кому-л. бесполезные советы;περισσοὴ πάντες οὑν (= οἱ ἐν) μέσῳ λόγοι Eur. — все примирительные слова бесполезны6) неумеренный, преувеличенный (преувеличивающий)(λόγοι Plat.; πολυπράγμων καὴ π. Polyb.)
π. ἐν ἅπασι Plut. — ни в чем не знающий меры;περὴ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβές καὴ π. Plut. — слишком уж преданный уходу за своим телом;ὅ π. ἐν τοῖς λόγοις Aeschin. — не в меру речистый7) тонкий, проникновенный, проницательный(ἀκριβές καὴ περιττέ διάνοια Arst.)
8) нечетный(ἀριθμός Plat., Arst.). - см. тж. περισσά и περισσόν
-
12 περιτεμνω
эп.-ион. περιτάμνω (fut. περιτεμῶ, aor. 2 περιέταμον)1) обстригать, подрезать(οἴνας Hes.)
2) надрезыватьπ. τέν κεφαλέν κύκλῳ Her. — делать на голове круговой надрез;
περιτάμνεσθαι βραχίονας Her. — делать себе на руках надрезы3) культ. обрезать(τὰ αἰδοῖα Her.; τοὺς παῖδας Diod.)
4) отрезать, отрубать, отсекать(τὰ ὦτα καὴ τέν ῥῖνα Her.; τὰ περιττά Luc.)
5) med. захватывать, отнимать(βοῦς Hom.)
περιτάμνεσθαι γῆν πολλήν pass. Her. — лишаться больших участков земли -
13 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
14 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
15 περικόπτω
μετ.1) урезывать, сокращать;περικόπτω τα περιττά έξοδα — урезать лишние расходы;
2) обрезать; подрезать; обрубать -
16 περιττός
η, ό[ν]1) лишний, бесполезный, ненужный;περιττά έξοδα — лишние затраты;
κάθε συζήτηση είναι περιττή — всякий разговор тут бесполезен;
2) (о числах) нечётный -
17 Κορωνός
-
18 παρέλκω
A (v.l. -ελκύσῃς): [tense] aor. : [tense] pf.- είλκυκα PMagd.6.10
(iii B. C.) : [tense] pf. [voice] Pass. - είλκυς μαι : — draw aside,π. πραγμάτων ὀρθὰν ὁδόν Pi.O.7.46
; π. τὸ ἀκόντισμα draw it out sideways, Plu.Cam.2 ; π. ἑαυτόν withdraw secretly, Id.Cleom.8 ; π. τινὰ ἀπὸ .. Chrysipp. ap. D.L.7.182 (v. l.);π. ἡ φαντασία πρός τι S.E.P.2.77
:—[voice] Med., draw aside to oneself, get hold of by craft,οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο Od.18.282
.2 lead alongside, as a led horse, Hdt.3.102 :—[voice] Med., ὁ ἐλαύνων τὸν ἕτερον παρέλκεται Harp.s.v. ἅμιπποι :—[voice] Pass., παρέλκεσθαι ἐκ γῆς to be towed from the bank, Hdt. 2.96.3 κενὰς παρέλκειν ( τὰς κώπας, acc. to Sch.) pull them through the air, without dipping them, i. e. make a mere show of working, Ar. Pax 1306.4 drag in, ὅταν ἀπορήσῃ.., τότε π. αὐτόν (sc. τὸν νοῦν) Arist.Metaph. 985a20 ; τὰ Ἰουδαϊκὰ εἰς τὸν μῦθον π. Plu.2.363d:— [voice] Pass., to be brought in as an accompaniment, Phld.Mus.p.95 K.II spin out in time,τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον π. ὀλίγας ἡμέρας Plb.2.70.3
, etc.; μηδὲν παρέλκων without delay, SIG306.43 (Tegea, iv B. C.): c. acc., put off, fob off, τινα PMagd.l.c., etc.: abs., μὴ μύνῃσι παρέλκετε put not things off by excuses, Od.21.111 ; alsoπ. τὸν χρόνον D.H.2.45
, Luc.Am.54 :—[voice] Pass., to be delayed, Plb.5.30.5, 22.4.11, D.H.10.19.III intr., to be prolonged, continue, Luc.Am.25, Eun.Hist.p.260 D.;ἡδονῆς παρέλκοντα μέτρα Luc.Am.21
.2 to be redundant,περιττὰ καὶ παρέλκοντα Ph.1.227
, cf. Phld.D.3.14, Arr. Epict.1.7.29, S.E.P.2.175 ; περὶ τῶν παρελκόντων λόγων, title of work by Chrysippus, Stoic.2.7: so in Gramm.,τὰ παρέλκοντα A.D.Pron. 3.6
:—[voice] Pass., τὰ ἐκ περιττοῦ παρελκόμενα τοῖς ἐπιτηδεύμασι things merely appended to the arts, extraneous additions to them, Plb.9.20.6, cf. D.H.4.20, Plu.2.386d, A.D.Pron.79.27.IV intr., to be derived, ἀπό .. ib.6.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέλκω
-
19 περιτέμνω
A cut or clip round about, οἴνας περιταμνέμεν prune them, Hes.Op. 570; [τὴν κεφαλὴν] π. κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα Hdt.4.64
; of a goldsmith, CPR22.6 (ii A. D.) :—[voice] Med., βραχίονας περιτάμνονται make incisions all over their arms, Hdt.4.71 :—[voice] Pass., to be cut up, of fish, Arist.Mir. 835a19.2 of circumcision, , cf. D.C.79.11; π. τοὺςπαῖδας D.S.1.28
, cf. LXX Jo.5.2, al., PCair.Zen.76.13 (iii B. C.), etc.:— [voice] Med.,περιτάμνονται τὰ αἰδοῖα Hdt.2.36
, 104, cf. D.S.3.32 ;περιετέμοντο τὴν σάρκα LXX Ge.34.24
: abs., practise circumcision, Hdt.2.104 :—[voice] Pass., LXX Ge.17.10,al.3 cut off the extremities,τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα Hdt.2.162
;τοὺς μαστούς D.C.62.7
;τὰ περιττά Luc. Anach.20
:—[voice] Pass., περιτάμνεσθαι γῆν to be curtailed of certain land, Hdt.4.159;πᾶσαν.. περιτεμνόμενον σοφίαν E.Fr. 473
(anap.).II cut off and hem in all round:—[voice] Med., βοῦς περιταμνόμενον cutting off cattle for oneself, 'lifling' cattle, Od.11.402,24.112 :—[voice] Pass., to be cut off,ἅρματα π. ὑπὸ τῶν ἱππέων X.Cyr.5.4.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτέμνω
-
20 ἀποφορτίζομαι
A discharge one's cargo,τὸν γόμον Act.Ap.21.3
; jettison, abs., Ph.2.413;τῇ θαλάσσῃ τὰ περιττὰ τῶν φορτίων Timae. 61
; unload one's stomach, Artem.2.26:—[voice] Pass., of περιττώματα, Sor. 1.40: generally, jettison, get rid of, τι Ph.2.434, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφορτίζομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιττά — περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc pl (attic) περιττά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc/acc dual (attic) περιττά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττάς — περιττά̱ς , περισσός beyond the regular number fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσκαρτάρω — 1. αφαιρώ από την τράπουλα τα χαρτιά που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. βγάζω τα σκάρτα, αποβάλλω από ένα σύνολο τα άχρηστα ή περιττά πράγματα, ξεδιαλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαρτάρω «αποβάλλω τα… … Dictionary of Greek
ξεσκαρτάρισμα — το [ξεσκαρτάρω] αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. απαλλαγή ενός συνόλου από τα περιττά ή άχρηστα πράγματα, το ξεδιάλεγμα, η διαλογή … Dictionary of Greek
πτερύγια — Όργανα κυρίως σταθεροποιητικά, με τα οποία είναι προικισμένα τα ψάρια. Τα άρτια π. αντιστοιχούν με τα 2 ζεύγη των άκρων των άλλων σπονδυλωτών· γενικά υπάρχουν 2 στηθαία π. και 2 κοιλιακά· μερικές φορές τα δεύτερα και σπανιότερα τα πρώτα μπορούν… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά … Dictionary of Greek
ακούρευτος — η, ο (Μ ἀκούρευτος, ον) [κουρεύω] αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του νεοελλ. (για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν τού αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα … Dictionary of Greek
αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
απεκλέγομαι — ἀπεκλέγομαι (Α) ξεδιαλέγω, αποχωρίζω τα άχρηστα ή τα περιττά … Dictionary of Greek